ομόθερμος

ομόθερμος
ος , ον см. ομ(οι)όθερμος

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "ομόθερμος" в других словарях:

  • ομόθερμος — η, ο ομοιόθερμος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. homothermous < ομ(ο) * + θερμός] …   Dictionary of Greek

  • ομ(ο)- — [ΑΜ ὁμ(ο) ] α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ὁμός και δηλώνει ότι: α) κάτι γίνεται μαζί, ταυτοχρόνως με κάτι άλλο (πρβλ. ομο βλαστώ, ομο βροντία, ομό δουπος, ομό ζευκτος, ομο θαμνώ) β) το δηλούμενο …   Dictionary of Greek

  • ομοθερμία — η [ομόθερμος] ομοιοθερμία …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»