ομόθερμος
Смотреть что такое "ομόθερμος" в других словарях:
ομόθερμος — η, ο ομοιόθερμος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. homothermous < ομ(ο) * + θερμός] … Dictionary of Greek
ομ(ο)- — [ΑΜ ὁμ(ο) ] α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ὁμός και δηλώνει ότι: α) κάτι γίνεται μαζί, ταυτοχρόνως με κάτι άλλο (πρβλ. ομο βλαστώ, ομο βροντία, ομό δουπος, ομό ζευκτος, ομο θαμνώ) β) το δηλούμενο … Dictionary of Greek
ομοθερμία — η [ομόθερμος] ομοιοθερμία … Dictionary of Greek